- φορολογία
- η, ΝΜΑ [φορολόγος]ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ' ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.)νεοελλ.1. η επιβολή φόρου2. φρ. α) «αναλογική φορολογία»(νομ.-οικον.) φορολογία κατά την οποία ο φόρος υπολογίζεται με τον ίδιο, σταθερό, φορολογικό συντελεστή, ανεξάρτητα από το ύψος τού εισοδήματος, αλλ. αναλογικός φόροςβ) «προοδευτική φορολογία»(νομ.-οικον.) φορολογία κατά την οποία ο φόρος υπολογίζεται με αύξοντα φορολογικό συντελεστή καθώς το ύψος τού φορολογητέου εισοδήματος αυξάνεται, αλλ. προοδευτικός φόροςγ) «αντιστρόφως προοδευτική φορολογία»(νομ.-οικον.) φορολογία κατά την οποία ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται προοδευτικά καθώς αυξάνεται το ύψος τού εισοδήματος, αλλ. αντιστρόφως προοδευτικός φόροςδ) «διπλή ή αμφιλαφής φορολογία»(νομ.-οικον.) πολλαπλή φορολόγηση τού ίδιου φορολογικού αντικειμένου που βρίσκεται στα χέρια τού ίδιου προσώπου σε ορισμένο χρονικό διάστημαε) «φορολογία αροτριώντων κτηνών»(οικον.) (παλαιότερα) φόρος που αντικατέστησε τον φόρο τής δεκάτης και υπολογιζόταν βάσει τής ακαθάριστης προσόδου τών δημητριακών, η οποία με τη σειρά της υπολογιζόταν βάσει τών ζώων που χρησιμοποιούνταν για άροση, και ο οποίος εισήχθη το 1880 και καταργήθηκε το 1910στ) «φορολογία έγγειας προσόδου»(οικον.) (παλαιότερα) φορολογία που εισήχθη το 1911 σε αντικατάσταση τής φορολογίας αροτριώντων κτηνών και ο οποίος επιβαλλόταν επί τού εισοδήματος που προέκυπτε από την καλλιέργεια αγροτικής έκτασηςζ) «φορολογία γεωργικής παραγωγής»(οικον.) (παλαιότερα) φόρος που εισήχθη το 1927 ως προσωρινός ετήσιος φόρος κατά δήμο ή κοινότητα για το σύνολο τής αγροτικής παραγωγής τής περιοχήςη) «φορολογία γαιών»(οικον.) φόρος που επιβάλλεται στους κατόχους ή στους νομείς αγροτικών εκτάσεων υπό τη μορφή φόρου εισοδήματοςθ) «φορολογία έκτακτων κερδών»(οικον.) φόρος που επιβάλλεται προσωρινά για την κάλυψη έκτακτων δαπανών τού κράτουςι) «φορολογία Εμπορικής Ναυτιλίας» — φορολογία που αναφέρεται σε ναυτική δραστηριότητα, όπως είναι τα κόμιστρα εμπορευμάτων, τα εισιτήρια επιβατικών σκαφών για τα πλοία υπό ελληνική σημαία, ακόμη τα τέλη αγκυροβολίας, η δοκιμασία ατμολεβητών, βενζινακάτων, φορτηγίδων, ιστιοφόρων κ.ά.ια) «φορολογία επιτηδεύματος» — ο φόρος επιτηδεύματοςιβ) «φορολογία επιχειρηματικών εισοδημάτων»(οικον.) φόρος επιβαλλόμενος επί τού συνόλου τών κερδών τών επιχειρήσεωνιγ) «φορολογία καθαρών προσόδων»(οικον.) φορολογία που επιβάλλεται επί τών καθαρών προσόδων τών φυσικών και νομικών προσώπωνιδ) «φορολογία υπερβαλλόντων κερδών»(οικον.) φόροι επιβαλλόμενοι σε κέρδη που υπερβαίνουν κατά την κοινή αίσθηση τα τυπικά ή κανονικά κέρδηνεοελλ.-μσν.η επιβολή υποχρεωτικού φόρου εκ μέρους τής πολιτείας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα και η θέσπιση κανόνων για την είσπραξή τουμσν.-αρχ.η συγκέντρωση, η είσπραξη τών φόρων.
Dictionary of Greek. 2013.